- ἐκπεριπορεύομαι
- V 0-1-0-0-0=1 Jos 15,3to make a detour; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
εκπεριπορεύομαι — ἐκπεριπορεύομαι (Α) 1. περιφέρομαι, βαδίζω κυκλικά 2. (για όρια) περιβάλλω κάνοντας ελιγμούς για να αποφύγω τα εμπόδια … Dictionary of Greek
ἐκπεριπορευομένων — ἐκπεριπορεύομαι make a detour pres part mp fem gen pl ἐκπεριπορεύομαι make a detour pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπεριπορεύεται — ἐκπεριπορεύομαι make a detour pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)